δεισηνωρ

δεισηνωρ
    δεισήνωρ
    δεισ-ήνωρ
    -ορος adj. предполож. возбуждающий страх в людях, т.е. бесчеловечный, жестокий
    

(θυσία Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δεισηνωρ" в других словарях:

  • δεισήνωρ — ( ορος), ο, η (Α) αυτός που φοβάται τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισ(ι) (< δείδω) + ήνωρ (< ανήρ*). Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] …   Dictionary of Greek

  • Δεισήνωρ — fearing man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισήνωρ — fearing man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεισήνορα — Δεισήνωρ fearing man masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισήνορα — δεισήνωρ fearing man masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»